- λαιαί
- λαιαίMeaning: `stones of the weaver'See also: s. λᾶας.Page in Frisk: 2,71
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
λαιαί — stones fem nom/voc pl λαιός blue thrush fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιᾶι — λαιᾷ , λαιός blue thrush fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιαῖς — λαιαί stones fem dat pl λαιός blue thrush fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιῇς — λαιαί stones fem dat pl (epic ionic) λαιός blue thrush fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιῇσι — λαιαί stones fem dat pl (epic ionic) λαιός blue thrush fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιῶν — λαιαί stones fem gen pl λαιός blue thrush fem gen pl λαιός blue thrush masc/neut gen pl λεία tool for smoothing stone fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέα — λέα, ἡ (Α) βλ. λαιαί … Dictionary of Greek
λαιά — και λεῑα και λέα, ἡ (Α) 1. στον πληθ. λαιαί λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων τού όρθιου ιστού 2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας] … Dictionary of Greek
λαιάς — λαιά̱ς , λαιαί stones fem acc pl λαιά̱ς , λαιός blue thrush fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)